- ανάγυρος
- οτο φυτό βρομοκλάδι ή βρομολυγαριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνάγυρος — Anagyris foetida masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγυρος — (I) η, ο αυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γύρος. ΠΑΡ. αναγυρίδα]. (II) ἀνάγυρος, ο (Α) η Ανάγυρις* … Dictionary of Greek
ἀναγύρω — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc nom/voc/acc dual ἀνάγυρος Anagyris foetida masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγύρου — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγύρῳ — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγυρον — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
ανάγυρα — επίρρ. 1. από την ανάποδη, ανάποδα, ανεστραμμένα 2. ανάσκελα, ύπτια 3. ολόγυρα, γύρω γύρω 4. μακριά, απόμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάγυρος < ανα * + γύρος] … Dictionary of Greek
αναγυρίδα — η [ανάγυρος Ι] 1. περιστροφική κίνηση 2. ελικοειδής, περιφερικός δρόμος 3. περιφορά νεκρού ή εικόνων κατά τη λιτανεία 4. περίπατος, βόλτα 5. επιστροφή, επάνοδος … Dictionary of Greek
βρομόξυλο — το 1. πολύ δυνατό ξύλο, βίαιος ξυλοδαρμός 2. ονομασία του φυτού ανάγυρος … Dictionary of Greek